- ἀναλφάβητος
- ἀν-αλφά-βητος, nicht einmal im Alphabet unterrichtet, ganz unwissend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀναλφάβητος — not knowing one s a b c masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλφάβητος — η, ο (ΑΜ ἀναλφάβητος, ον) αυτός που δεν διαβάζει ούτε το αλφάβητο, ο εντελώς αγράμματος νεοελλ. αυτός που δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση, ούτε να χρησιμοποιεί γραπτώς την αρίθμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + ἀλφάβητος. ΠΑΡ. νεοελλ. αναλφαβητισμός] … Dictionary of Greek
αναλφάβητος — η, ο αυτός που δεν ξέρει να διαβάζει και να γράφει, ο εντελώς αγράμματος: Σε χώρες που θέλουν να λογαριάζονται πολιτισμένες δεν πρέπει να υπάρχουν αναλφάβητοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀναλφάβητον — ἀναλφάβητος not knowing one s a b c masc/fem acc sg ἀναλφάβητος not knowing one s a b c neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλφαβήτοις — ἀναλφάβητος not knowing one s a b c masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλφαβήτους — ἀναλφάβητος not knowing one s a b c masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλφάβητοι — ἀναλφάβητος not knowing one s a b c masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλφαβητισμός — Γενικά, σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να διαβάζει και να γράφει ένας άνθρωπος τη μητρική του γλώσσα· ακριβέστερα, σύμφωνα με ορισμό της ΟΥΝΕΣΚΟ, είναι η κατάσταση του ατόμου που δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει μια απλή και σύντομη έκθεση… … Dictionary of Greek
analfabeto — (Del lat. analphabetus < gr. analphabetos < an, privativo + alphabetes, alfabeto.) ► adjetivo/ sustantivo 1 Que no sabe leer ni escribir. 2 Ignorante, inculto: ■ es un analfabeto que no sabe nada de nada. SINÓNIMO iletrado * * * analfabeto … Enciclopedia Universal
άλφα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 320 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. * * * το (Α ἄλφα) (άκλιτο) 1. το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου (Α, α) 2. φρ. «δεν ξέρει ούτε το… … Dictionary of Greek
αγράμματος — η, ο (Α ἀγράμματος, ον) αυτός που δεν γνωρίζει ανάγνωση και γραφή, αναλφάβητος, απαίδευτος νεοελλ. 1. αυτός που γνωρίζει ελάχιστα γράμματα, ο ημιμαθής 2. φρ. «την έπαθα σαν αγράμματος», εξαπατήθηκα σαν άπειρος, σαν ακατατόπιστος αρχ. 1. άγραφος,… … Dictionary of Greek